- καλονοιάζομαι
- μετ. особенно заботиться (о ком-чём-л.), ухаживать (за кем-чем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλονοιάζομαι — φροντίζω ιδιαίτερα για κάτι, νοιάζομαι … Dictionary of Greek